ακληρονόμητος

ακληρονόμητος
-η, -ο (Μ ἀκληρονόμητος, -ον) [κληρονομῶ] αυτός που δεν έχει κληρονόμους
νεοελλ.
αυτός που δεν κληρονομήθηκε, που δεν περιήλθε σε κληρονόμους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκληρονόμητος — without heirs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακληρονόμητος — η, ο 1. αυτός που δεν πήγε στα χέρια κληρονόμων: Η μεγάλη εκείνη περιουσία έμεινε ακληρονόμητη. 2. αυτός που δεν έχει κληρονόμους: Θα πεθάνει ακληρονόμητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκληρονόμητον — ἀκληρονόμητος without heirs masc/fem acc sg ἀκληρονόμητος without heirs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκληρονομήτους — ἀκληρονόμητος without heirs masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκληρονομήτων — ἀκληρονόμητος without heirs masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”